του Ιωάννη Ε. Κορέλη
Την νύχτα της Παρασκευής
25 Οκτωβρίου, η θερμοκρασία ήταν 17ο C. Ανοιξιάτικος καιρός και το φεγγάρι
μισό, κατακίτρινο και λαμπερό. Μεσάνυχτα ανέβαινα στο χωριό, και στη διαδρομή
από τη Λευκάδα προς το Γαρδίκι, τέσσερα-πέντε αυτοκίνητα με προσπέρασαν. Αναρωτιόμουν
που πάνε τέτοια ώρα όλοι αυτοί; Και τους βρήκα όλους στο χωριό. Στην είσοδο του
κατάφωτου ξενοδοχείου, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και κόσμος με αποσκευές να
προχωρεί προς την πόρτα. Νόμιζα ότι βρισκόμουν σε άγνωστο μέρος, σε ξένο τόπο!
Ποιος θα φαντάζονταν. Άλλαξε η ζωή στο χωριό.
Σάββατο, του Αγίου
Δημητρίου. Πρωί με ήλιο και μια διαυγή ατμόσφαιρα. Απέναντι στις «Πλαγιές» και
στον Αι Θόδωρο, το πράσινο υποχωρεί δειλά-δειλά προς το κίτρινο. Οι δρόμοι και
στα σοκάκια έχουν καλυφθεί από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Κι ανάμεσά στα
φύλλα, κάστανα και καρύδια, όσα ξέφυγαν στο μάζεμα. Ανηφορίζοντας προς το
Μαγγάνι, τον Αι Γιώργη ακόμη και προς την Αγία Παρασκευή συναντάς παρέες
πεζοπόρων κι αυτοκίνητα. Αν προχωρήσεις πιο πάνω, προς τη Σαράνταινα ή προς την
Οξυά ο τόπος έχει γεμίσει κυνηγούς. Το βράδυ οι ταβέρνες του Βασιλείου και του
Θέου γεμάτες από ξένους και ντόπιους.
Κυριακή χωρίς "εκκλησία". Ο παπά-Γιάννης λειτουργεί στο Παλιοχώρι. Στο χωριό όταν δεν χτυπάει
καμπάνα το πρωί δεν έχεις την αίσθηση της Κυριακής. Ο καιρός συνεχίζει να είναι
πολύ καλός. Το πρωί ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο πρόεδρος του Συλλόγου Αθηνών
Θ. Νικολοδήμος και ο δάσκαλος Βασίλης Μαλούκος καθάρισαν τη πλατεία της
Παναγίας από τα ξερά φύλλα του πλάτανου και σημαιοστόλισαν το Ηρώoν. Ετοιμάζεται το χωριό μας να
γιορτάσει την επέτειο του πολέμου του ’40. Στη πλατεία είναι ανοικτό το μαγαζί
του Στέλιου Μαντέ.
Για καφέ μερικοί σταματούν στου Ντούβλη και οι περισσότεροι
καταλήγουν στη βεράντα του ξενοδοχείου. Εκεί βρήκαμε και το Τάσο που πούλαγε
ωραία ντόπια κάστανα. Μέχρι το απόγευμα είχε ξεπουλήσει. Μια ανθρώπινη σιλουέτα
σκυφτή, κρατώντας μια ματσούκα, ξεπροβάλει περπατώντας αργά ανάμεσα σε καρυδιές
και μηλιές χαμηλά κάτω απ το ξενοδοχείο. Είναι ο μπάρμπα-Μήτσος ο Μπαρτσιώκας, που γυρνάει
απ’ το «γιούρτι» του. Φέτος δεν ύψωσε τη γαλανόλευκη στη πόρτα του ραφείου του όπως
κάθε χρόνο. Παραμεγάλωσε...
Μου λένε ότι τα παιδιά που έχουν το ξενοδοχείο,
αγόρασαν ένα όμορφο καφετί άλογο. Καταπληκτική ιδέα! Σε μια βόλτα προς τη Ράχη
συνάντησα ένα κοπάδι να ανεβαίνει το δρόμο για τα Φλεγκέικα. Χρόνια είχα ν’
ακούσω κουδούνια από πρόβατα στο χωριό. Το βράδυ με φθινοπωρινή ψύχρα αλλά και
μ’ έναν πεντακάθαρο έναστρο ουρανό, μαζευτήκαμε στις ταβέρνες και στο
ξενοδοχείο. Προσπαθώ να μπω στο δίκτυο μέσα απ’ το Wi-fi του χωριού. Είναι αδύνατο. Με
πληροφορούν ότι έχει πρόβλημα. Θα το διορθώσουν(;) όταν θα φύγουμε…
Τη Δευτέρα μας ξύπνησε η
καμπάνα της Παναγίας. Πριν από 73 χρόνια η ίδια καμπάνα ανήγγειλε στο χωριό την
επίθεση των Ιταλών. Άγγελμα πολέμου τότε. Σήμερα πρόσκληση για να τιμήσουμε του
ήρωες μας. Ο καιρός και σήμερα καλοκαιρινός. Αρκετοί Γαρδικιώτες βρεθήκαμε στην
εκκλησία. Μετά τη λειτουργία ακολούθησε δοξολογία και έγινε κατάθεση στεφανιών
στο Ηρώoν από τον Πρόεδρο της Κοινότητας και τον Πρόεδρο του Συλλόγου της Αθήνας.
Μερικοί κάθισαν στου Μαντέ για καφέ κι άλλοι τράβηξαν για το ξενοδοχείο. Από το
μεσημέρι και μετά το χωριό αρχίζει να ερημώνει. Σιγά-σιγά φεύγουμε για τις
πόλεις μας, κάτω από τους ήχους Αντάρτικων τραγουδιών που ακούγονται ψηλά, από
το δάσος, από το σπίτι του Τάσου: «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα…»